Αδενώματα υπόφυσης

interior background(1)

Τα αδενώματα της υπόφυσης είναι καλοήθεις συνήθως όγκοι που δημιουργούνται από άγνωστη αιτία και αναπτύσσονται μέσα στην περιοχή του τουρκικού εφιππίου. Εμφανίζονται κυρίως σε νέα άτομα, συχνότερα γυναίκες. Μπορεί να είναι ασυμπτωματικά ή να εκδηλώσουν συμπτώματα ανάλογα με το μέγεθός τους ή την ορμόνη που υπερεκκρίνουν.

Τα αδενώματα της υπόφυσης χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες:

Τα εκκριτικά (λειτουργικά) τα οποία υπερεκκρίνουν ορμόνες και προκαλούν συμπτώματα ανάλογα με την ορμόνη που εκκρίνουν. Αν ένα αδένωμα παράγει κορτικοτρόπο ορμόνη (ACTH) προκαλεί τη νόσο του Cushing, εάν παράγει προλακτίνη προκαλεί διαταραχές της περιόδου και γαλακτόρροια, εάν παράγει αυξητική ορμόνη (GH) προκαλεί μεγαλακρία και τέλος εάν παράγει θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) προκαλεί υπερθυρεοειδισμό.
Τα μη εκκριτικά (μη λειτουργικά) που δεν εκκρίνουν ορμόνες. Στην αρχή δεν προκαλούν συμπτώματα, αλλά μεγαλώνοντας αρχίζουν να πιέζουν τους γύρω ιστούς και να προκαλούν οπτικές διαταραχές, πονοκέφαλο, ζάλη, έμετο, υπνηλία, καθώς και συμπτώματα έλλειψης ορμονών, όπως κόπωση, ναυτία, ελάττωση της libido και διαταραχές στην έμμηνο ρύση.

Ο Ενδοκρινολόγος θα συνταγογραφήσει ορμονολογικό έλεγχο και θα ζητήσει τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας και οφθαλμολογικής εξέτασης στα μεγάλα αδενώματα.

Από τα αποτελέσματα των εξετάσεων θα προκύψει το είδος του αδενώματος και το μέγεθός του.

Εάν ένα αδένωμα υπόφυσης είναι μικρό και μη εκκριτικό μπορεί να απαιτείται μόνο η παρακολούθησή του. Η φαρμακευτική αγωγή είναι αποτελεσματική μόνο για τα αδενώματα που παράγουν προλακτίνη προκαλώντας σημαντική συρρίκνωσή τους. Επίσης, ο Ενδοκρινολόγος αναλαμβάνει την υποκατάσταση των ορμονών που ανεπαρκούν λόγω καταστροφής των ορμονοπαραγωγών κυττάρων της υπόφυσης, είτε από την πίεση του όγκου, είτε λόγω της επεμβατικής θεραπείας, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απολύτως αναγκαία.

Εάν απαιτείται επεμβατική θεραπεία αυτή είναι νευροχειρουργική, εφόσον το αδένωμα μπορεί να αφαιρεθεί πλήρως και με ασφάλεια, ή ακτινοθεραπευτική, εφόσον δεν μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά με ασφάλεια, ή έχει υποτροπιάσει μετά την επέμβαση.