Υποφυσιακή Ανεπάρκεια

interior background(1)

Υποφυσιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται η υπολειτουργία της υπόφυσης με αποτέλεσμα τη μείωση της έκκρισης μιας ή και περισσότερων ορμονών της.

Η υποφυσιακή ανεπάρκεια είναι συχνά αποτέλεσμα συμπίεσης του αδένα από υποφυσιακά αδενώματα ή τραυματισμού του κατά τη χειρουργική επέμβαση στην περιοχή ή μετά από ακτινοβόληση της περιοχής. Άλλες αιτίες αποτελούν η αυτοάνοση υποφυσίτιδα, η αιμοχρωμάτωση, η σαρκοείδωση, άλλα συστηματικά διηθητικά νοσήματα, αιμορραγία ή έμφραγμα ή αποπληξία της υπόφυσης, κακώσεις κεφαλής και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Η διάγνωση της ανεπάρκειας μίας ή περισσότερων ορμονών της υπόφυσης θα τεθεί με προσδιορισμό των επιπέδων τους στο αίμα.

Προσδιορίζονται:

η φλοιοτρόπος ορμόνη (ACTH)
η αυξητική ορμόνη (GH)
η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH)
η ωχρινοτρόπος (LH) ορμόνη και η ωοθυλακιοτρόπος (FSH) ορμόνη
η αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
η προλακτίνη (PRL)

Στον απεικονιστικό έλεγχο συνήθως συστήνεται η μαγνητική και αξονική τομογραφία υποθαλάμου-υπόφυσης.

Η θεραπεία της υποφυσιακής ανεπάρκειας γίνεται με φάρμακα αντίστοιχα με την ορμόνη που λείπει και μακροχρόνια παρακολούθηση από τον Ενδοκρινολόγο για τιτλοποίηση της δόσης τους και επίτευξη της μέγιστης κλινικής βελτίωσης.